βρόχους

βρόχους
βρόχος
noose
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ARRIUS — I. ARRIUS Antoninus, bis Consul: avus maternus Antonini Pii Imperat. apud Iul. Capitolin. in Imp. huius Vita c. 1. inter suffectos Consules nominatur Cassiodoro, in ultimo Domitiani anno. De eo sic Victor, in Epitome c. 24. Nerva, cum in Curiam a …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SCUTULA — I. SCUTULA Graece σκυτάλη, apud Carsarem de Bello Civ. l. 3. c. 40. quatuor biremes subiectis scutulis impulsas vectibus in interiorem partem transduxit: phalanga est et virga, quae subiciuntur navibus, ad eas in mare deducendas et impellendas.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • VIRGA — I. VIRGA Investitura fit, vel proprie tradendo terram ipsam, seu feudum: vel improprie, tradendo terrae vel feudi nomine, vexillum, hastam, sagirtam, vide Ingulphum, p. 901. Ex hastae traditione nata est consuerudo, per festucam, vel virgam,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εΰβροχος — ἐΰβροχος, ον (Α) (για κυνηγετικό δίχτυ) αυτός που έχει πολλούς και στερεούς βρόχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βρόχος] …   Dictionary of Greek

  • εύτροχος — εὔτροχος, ον (ΑΜ), επικ. και λυρ. τ. ἐΰτροχος, ον (Α) μσν. αυτός που κινείται ελεύθερα αρχ. 1. αυτός που έχει ωραίους τροχούς ή που οι τροχοί του λειτουργούν καλά («ὃς κ ἰθύνοι ἡμιόνους καὶ ἅμαξαν ἐΰτροχον», Ομ. Ιλ.) 2. κυκλικός, ολοστρόγγυλος… …   Dictionary of Greek

  • μαγνητισμός — Θεμελιώδες κεφάλαιο της φυσικής που αναφέρεται στις μαγνητικές αλληλεπιδράσεις των σωμάτων. Αρχικά μελετήθηκε ως μεμονωμένη περιοχή της φυσικής, αλλά γρήγορα έγινε αντιληπτό το γεγονός ότι οι μαγνητικές δυνάμεις αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των… …   Dictionary of Greek

  • πολύβροχος — (I) ον, Α πολύ υγρός, πολύ βρεγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βροχος (< βρέχω), πρβλ. ημί βροχος]. (II) ον, Α 1. αυτός που αποτελείται από πολλούς βρόχους, από πολλές θηλειές 2. πολύπλοκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βρόχος «θηλειά, κόμπος» (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • πόρκος — (I) ὁ, Α είδος αλιευτικού διχτιού («κύρτους δὴ καὶ δίκτυα καὶ βρόχους καὶ πόρκους», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ., ο οποίος διακρίνεται από τις λ. δίκτυον και κύρτος. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με το αρμενικό ors «κυνήγι,… …   Dictionary of Greek

  • στοίχος — ο / στοῑχος, ΝΑ 1. ευθύγραμμη διάταξη ή παράταξη, σειρά, αράδα, γραμμή (α. «παρατάχθηκαν σε τρεις στοίχους» β. «νῆσοι κατὰ στοῑχον κείμεναι», Θουκ. γ. «ὁ πρῶτος στοῑχος τῶν ἀναβαθμῶν», Ηρόδ.) 2. (δομ.) καθεμιά από τις οριζόντιες σειρές από πέτρες …   Dictionary of Greek

  • στοιχίζω — ΝΑ [στοῑχος] βάζω σε στοίχους, σε σειρές, αραδιάζω νεοελλ. 1. αντιπροσωπεύω ορισμένη χρηματική αξία ή δαπάνη τιμώμαι, κοστίζω («τα υλικά τού στοίχισαν πολύ») 2. μτφ. (για δυσάρεστα γεγονότα ή καταστάσεις) προξενώ λύπη («τού στοίχισε πολύ ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”